ορνιθοσκοπία

ορνιθοσκοπία
ὀρνιθοσκοπία, ἡ (Α) [ορνιθοσκόπος]
πρόβλεψη τού μέλλοντος από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής πτηνών, ορνιθομαντεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρνιθοσκοπίας — ὀρνιθοσκοπίᾱς , ὀρνιθοσκοπία fem acc pl ὀρνιθοσκοπίᾱς , ὀρνιθοσκοπία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκοπίαι — ὀρνιθοσκοπίᾱͅ , ὀρνιθοσκοπία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοσκοπίαν — ὀρνιθοσκοπίᾱν , ὀρνιθοσκοπία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”